Ένας (όχι και τόσο) φανταστικός μονόλογος

Σταμάτησα να παρακολουθώ τηλεόραση όταν ξεκίνησα να δουλεύω γι’ αυτήν. Όχι δεν κρύβεται καμία συνωμοσία από πίσω. Απλά πράγματα, η ανοιχτή τηλεόραση έφερνε τη δουλειά στο σπίτι. Έπειτα ξεκίνησα στο ραδιόφωνο. Η πολύ πρωινή διαδρομή μέχρι το σταθμό έμοιαζε σαν την τελευταία ανάγνωση των sos πριν από την πρώτη σύσκεψη. Δεν θυμάμαι ούτε μία στιγμή – πριν πέσει το σήμα της εκπομπής – τον εαυτό μου να παίρνει ανάσα για μια στιγμή ή να μην κάνει δύο τρία πράγματα ταυτόχρονα. Το ένα αυτί στην αίθουσα σύνταξης να εποπτεύει τηλεόραση, αρχισυντάκτη και συναδέλφους, το άλλο στο μοντάζ και στα τηλέφωνα. Όσο χρόνο κι αν είχα στη διάθεσή μου πάντα, μα πάντα, κατέβαινα τις σκάλες που οδηγούν στο στούντιο δρασκελίζοντας σε στυλ πρωτόγονης «παρκουράδας» με 4 πακέτα σκριπτ στο χέρι χρονομετρώντας τα δευτερόλεπτα που απομένουν ακούγοντας το σήμα της εκπομπής. Οι ρυθμοί χαλάρωναν στο τραγούδι που έπεφτε μετά την αποφώνηση του Θύμη και του Τομ. Η προετοιμασία του handover για την επόμενη βάρδια ήταν μία λίγο πιο αργή έκδοση των παραπάνω. Στο ραδιόφωνο της επιστροφής, ο δείκτης πήγαινε ένα τσικ πιο πέρα για να απολαύσω μουσική. Στο σπίτι, το ραδιόφωνο ήταν πάντα ανοικτό στον «μουσικό ανταγωνισμό» εκτός από την ώρα που έβγαινε η άλλη βάρδια στον αέρα. Επαγγελματική διαστροφή. Τα περιοδικά που συνεργάστηκα ήταν “αναγκαίο καλό” (δηλαδή με τάισαν), μου χάρισαν γνώση και κάποια μικρή πείρα αλλά δεν είχαν πλάκα. Δεν είχα την τύχη να βρεθώ σε κανένα από αυτά που αγόραζα στον προ-δημοσιογραφικό μου βίο.  Η εμπειρία μου στην εφημερίδα που έκανα την πρακτική μου ήταν φρικτή. Τουλάχιστον όμως μου επιβεβαίωσε το “ένστικτό μου” ότι δεν θα ήθελα ποτέ, ως δημοσιογράφος να δουλέψω σε εφημερίδα. Ποτέ.  Έπειτα ξεκίνησα «στο ίντερνετ» που έμοιαζε σαν να δουλεύω στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο ταυτόχρονα. Αλλά όχι ακριβώς. Το ένα μάτι και αυτί ήταν στην τηλεόραση και το άλλο αυτί στο ραδιόφωνο. Το μάτι που περίσσευε φρόντιζε το υλικό που ανέβαινε στο portal και τα social.

Η απάντηση στην ερώτηση «τί δουλειά κάνεις» ήταν το πιο challenging πράγμα που είχα πάντα ν’ αντιμετωπίσω. Αρχικά απαντούσα «δημοσιογράφος» αλλά η ερώτηση καπάκι «α ναι; Και τί ρεπορτάζ κάνεις;» με ζόριζε πολύ. «Δεν κάνω ρεπορτάζ, είμαι παραγωγός». Η απάντηση ζόριζε τον συνομιλητή μου. «Δηλαδή; Τι κάνεις;». Βαθιά ανάσα και play στην περιγραφή της εργασιακής μου ρουτίνας. Ο συνομιλητής εννοείται ότι έχανε κάθε ενδιαφέρον και προχωρούσε στην αντεπίθεση με την κλασική ερώτηση «Η Σία Κοσσιώνη πώς είναι στην πραγματικότητα;» για να πάρει την απάντηση «είναι κανονικός άνθρωπος με δυο πόδια, χέρια, κεφάλι, αναπνέει, μιλάει, γελάει εεε… αυτά». Μετά άρχιζαν τα οφσάιντ . «Η Πόπη Τσαπανίδου;», «Η Εύα Αντωνοπούλου;», «Η Άννα Μπουσδούκου;», «Η Νίκη Λυμπεράκη»,  «Είναι τόσο ωραίες από κοντά;». Σίριουσλι; Τι είδους ερώτηση είναι αυτή αν δεν είναι ρητορική;  Σειρά έπαιρναν τα πέναλτι. Ερωτήσεις «τί σόι πράμα είναι ο Πορτοσάλτε (συχνά Πρωτοψάλτε), ο Μπάμπης, ο Μπογδάνος». Κάθε φορά στο πρόσωπό μου οι συνομιλητές μου έβλεπαν ένα χρυσορυχείο άμεσης ενημέρωσης για την προσωπική ζωή και τα χαρακτηριστικά των «διάσημων» συναδέλφων. Την ετυμηγορία για την ποιότητα της δουλειάς ή το ήθος τους την είχαν ήδη αποφασίσει βέβαια και εγώ μεταμορφωνόμουν στο φανταστικό όχημα μεταφοράς μηνυμάτων τύπου “να του πεις ότι μπλα μπλα μπλα”.  Nope!   Έτσι, αποφάσισα να αλλάξω την απάντησή μου στην  αρχική ερώτηση – με την ατάκα από το γνωστό ανέκδοτο – σε «πιανίστας σε μπουρδέλο» ή «κοπτοραπτού».

Εντάξει, καταλαβαίνω -ίσως- το πόσο εντυπωσιακό ή ενδιαφέρον είναι για όποιον δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα ΜΜΕ να θέλει να μάθει από κάποιον που είναι «μέσα» απλά δεν μπορώ να ερμηνεύσω -προφανώς λόγω ιδιοσυγκρασίας- το πόσο σοφότερος μπορεί να γίνει κάποιος όταν αποκτά τέτοιου είδους πληροφορίες. Είναι σα να σε εντυπωσιάζει το επάγγελμα του αστροναύτη και να ρωτάς την γραμματέα της διαστημικής υπηρεσίας αν ο Νιλ Άρμστρονγκ κεράτωνε την γυναίκα του στη Σελήνη. Όλο λάθος.

Δεν το κατηγορώ (ψέμα, το κατηγορώ). Αλλά με βραχυκυκλώνει. Εντάξει, κανείς δεν σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο και η «κοινή λογική»  είναι η μεγαλύτερη παγίδα μετά την «αντικειμενικότητα» και την «αλήθεια» που εφευρέθηκε ποτέ. Η κοινή λογική λέει ότι αν βάλεις το χέρι σου στο αναμμένο μάτι της κουζίνας θα τσουρουφλιστείς. Όμως η κοινή λογική δεν ισχύει για κάποιον που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του ηλεκτρική κουζίνα. Η αντικειμενικότητα και η αλήθεια  μπορούν ν’ αναλυθούν με κάποιο αντίστοιχο παράδειγμα. Η μόνη αλήθεια (μετά τους sex pistols) είναι ότι οι πεποιθήσεις μου είναι αυτές που διαμορφώνουν τις ερμηνείες που δίνω ώστε να πλαισιώσω την αλήθεια μου και αυτό που εγώ θεωρώ αντικειμενικό.  Έχω την πεποίθηση ότι η προσωπική αντωνυμία βάζει τα πράγματα στη αντικειμενικά αληθινή τους  θέση.  Και γιατί έγινες δημοσιογράφος θα με ρωτήσεις νομίζοντας ότι με κόλλησες στον τοίχο. Κάνοντας τον μέχρι τώρα απολογισμό μου η πιο τίμια απάντηση είναι «δεν ξέρω».  Αλλά τί άλλο θα μπορούσα να γίνω για να μπορώ να ικανοποιώ την έμφυτή μου περιέργεια σε χίλια δύο πράγματα και την ανάγκη μου να μοιράζομαι τη γνώση που κερδίζω από την ικανοποίησή της; Που αλλού θα μπορούσα να βρω ανθρώπους που σκέφτονται (ή να νομίζω ότι σκέφτονται) μέσες άκρες ή έστω λίγο, παρόμοια; Που αλλού θα μπορούσα να αμφισβητώ κάθε λεπτό αυτά που νομίζω ότι γνωρίζω και να έρχομαι αντιμέτωπη – πρώτα απ’ όλα – με τον ίδιο μου τον εαυτό;