Μαρία Στεφανιδάκη: Ροκ στη σκηνή και στη ζωή

Την Μαρία δεν θυμάμαι πότε ακριβώς την γνώρισα, πάνε χρόνια. Θυμάμαι όμως πόσο τρυφερά και με πόση υπερηφάνεια αναφερόταν σε αυτήν την φίλη  ο κοινός μας αγαπημένος φίλος ο  Θύμης. Την αποκαλούσε «γυναικάρα», «φωνάρα», «καταπληκτικό παιδί» κι ό,τι πει ο Θύμης έτσι ακριβώς είναι.

Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι από τη Μαρία ήταν on stage, σε μία μουσική σκηνή. Τεράστια μάτια, υπέροχο χαμόγελο και σγουρό μαύρο μαλλί (που πολύ θα ήθελα να έχω). Γυναικάρα, αυτό. Όταν η μπάντα της άρχισε να παίζει το Whole Lotta Love και η γυναικάρα άρχισε να τραγουδά, από τα πράγματα που θυμάμαι είναι  ότι για μια στιγμή μου είχε κοπεί η ανάσα. Φωνάρα, αυτό.

Με την Μαρία, βρεθήκαμε κάποιες φορές μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει και συζητώντας μαζί της, ή ακούγοντας τις κουβέντες της στα καταπληκτικά τραπεζώματα στου Θύμη πάντα μου έβγαζε την σκέψη του «ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα τέτοιοι άνθρωποι». Καταπληκτικό παιδί, αυτό.

Έκτοτε ως «φίλες» στο Facebook την παρακολουθώ να ποστάρει στιγμιότυπα από την ζωή της, από τις μικρές ιστορίες που αφηγείται πίσω από τον πάγκο της λαϊκής που διατηρεί, από τις καταπληκτικές dramatic on stage φωτογραφίες που μου δημιουργούν ενοχές που δεν τραβάω το κουρασμένο από την καθημερινότητα κορμί μου να πάω να την απολαύσω.

-Μαρία πότε θα τα πούμε από κοντά;
-Αύριο που έχω ρεπό.
-Τέλεια! Ώρα και μέρος;

Βρεθήκαμε στα Εξάρχεια, πέντε και τέταρτο όπως είχαμε πει. Η Μαρία ήταν ήδη εκεί και είχε παραγγείλει τσιπουράκι και μία ποικιλία. Μετά από τόσο καιρό που είχαμε να βρεθούμε το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν μία τεράστια σφικτή αγκαλιά από αυτές που κάνουν οι άνθρωποι όταν αγαπιούνται. Η κουβέντα μας άναψε με μιας με το “Ζμαρτφον” σε ρόλο δημοσιογραφικού καταγραφέα. Η κουβέντα μας θα έπρεπε να μεταδοθεί live ή να βιντεοσκοπηθεί για ένα και μοναδικό λόγο. Όπως και να σου την περιγράψω αυτή τη γυναίκα δεν θα καταλάβεις τίποτα αν δεν την δεις live on stage ή πίσω από τον πάγκο της στην λαϊκή.

Μαρία, ας το κάνουμε να φανεί σαν συνέντευξη… Θα σε ρωτήσω αυτό που με πονάει πιο πολύ πρώτα. Τι ώρα ξυπνάς κάθε πρωί;

Κάποτε γυρνούσα πέντε το πρωί και τώρα, τα τελευταία χρόνια ξυπνάω 4:30 το πρωί και στις πέντε είμαι ήδη στους δρόμους. Αλήθεια μην κάνεις έτσι, είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, είναι τέλεια!  Αυτές οι ώρες είναι για λίγους, κυκλοφορούν ελάχιστοι άνθρωποι, βλέπεις τα φώτα του δρόμου που σβήνουν, βλέπεις το ξημέρωμα την ώρα που στήνεις τον πάγκο, είναι μαγικά!

Δεν ήταν εύκολη απόφαση αλλά δεν το μετανιώνω με τίποτα!

Πόσο καιρό τώρα είσαι στη λαϊκή;

Οκτώ χρόνια τώρα.

Είναι ζόρι όμως, δεν μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε…

Είναι ζόρι, από πολλές απόψεις ειδικά για μία γυναίκα σαν εμένα γιατί ξέρεις οι περισσότερες γυναίκες στη λαϊκή είναι με τους άντρες τους. Εγώ είμαι πάντα μόνη μου με κάποιον βοηθό. Εκεί, δε σε βλέπουν σαν γυναίκα, δεν τους ενδιαφέρει, υπάρχει ανταγωνισμός, θέλει πολύ δύναμη.

Μίλα μου λίγο για την ρουτίνα σου.

Πηγαίνω στην αγορά, φορτώνουμε τα πράγματα και πάμε κάθε ημέρα και αλλού, σε συγκεκριμένο πόστο, σε συγκεκριμένες ημέρες και θέσεις. Στην αρχή είναι ωραία πριν ξημερώσει, στήνεις τον πάγκο, βάζεις τα πράγματα, στολίζεις…

Ωραία είναι πάντως, αν και πολλές οι ώρες ορθοστασίας. Είσαι στο δρόμο, εκτεθειμένη στη βροχή, στο κρύο, στα χιόνια στη ζέστη, δεν υπάρχει πάνω σου ταβάνι, δεν είσαι μέσα σε τοίχους, δεν καβατζώνεσαι από  πουθενά. Όλους μας έχουν κλέψει, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον έχουν κλέψει έστω και μία φορά.

Τι εννοείς;

Τα πάντα! Από το να σου κλέψουν ένα φρούτο, καλά αυτό τις περισσότερες φορές το βλέπεις και δεν μιλάς δεν αξίζει καν να κάνεις φασαρία, μέχρι να σου πάρουν όλη σου την είσπραξη. Έχουν συμβεί πάρα πολλά τέτοια περιστατικά. Γίνονται και άγρια σκηνικά που κλέβουν πελάτες και κάποιος από εμάς θα τον δει τον κλέφτη, θα τρέξει να τον προλάβει να πάρει της γιαγιάς το πορτοφόλι, πολλά έχουν συμβεί.

Κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου, μήπως αυτός που κλέβει έχει πολύ μεγάλη ανάγκη;

Όχι Μαρία, η κλεψιά δεν δικαιολογείται.  Είναι η δουλειά τους, είναι επαγγελματίες, έτσι και σε βάλουνε στο μάτι όσο γατόνι και να είσαι δεν την γλυτώνεις. Βουτάνε το πορτοφόλι της γιαγιάς πάνω στον πανικό, δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση. Αυτά γίνονται συνέχεια, αυτά έχει όμως ο δρόμος, αλλά είναι και το μεγαλύτερο σχολείο, μη σου πω πανεπιστήμιο. Έχω πάρει μάστερ ψυχολογίας, με το που θα στρίψει ο άλλος στη γωνία, πριν έρθει καν στον πάγκο του έχω κάνει ήδη ψυχογράφημα. Έχω καταλάβει τί είναι, αν θα μου μιλήσει, αν θα του δώσω μεγάλη ή μικρή τσάντα. Κάποτε ήθελα να γίνω ψυχολόγος και ήρθε και κόλλησε.

Καθώς τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας  η Μαρία αναφωνεί «τι ωραία που είμαστε εδώ, αυτή είναι η ζωή Μαράκι, ένα μεζεδάκι, ένα τσιπουράκι» και συνεχίζει «δεν θέλουμε να φάμε τον κόσμο, είναι μία ατάκα που τους λέω στη λαϊκή. Να φάει ο κόσμος, όχι να φάμε εμείς τον κόσμο. Για μένα αυτός είναι ο στόχος. Ναι να πουλήσω και να ξεπουλήσω όπως κάνω κάθε ημέρα αλλά να είναι ο κόσμος ευχαριστημένος, αυτό θέλω. Δεν πειράζει, δεν μπορεί να κερδίζουμε κάθε ημέρα. Αν τα οικονομάγαμε  κάθε ημέρα θα ήμασταν όλοι στη λαϊκή. Να φάει ο κόσμος! Δώστε! Δώστε τα  πράγματα! Να φάνε και να έρθουν την επόμενη να είναι χαμογελαστοί. Εντάξει όχι όλοι, αλλά το βλέπεις.

Βρε Μαρία κοιτώντας γύρω μου αυτήν την περίοδο της κρίσης αυτό που παρατηρώ περισσότερο είναι ότι περισσότεροι άνθρωποι ζορίζονται αλλά τελικά αντί να βελτιώνεται η κατάσταση μεταξύ μας (των ανθρώπων εννοώ), τα πράγματα χειροτερεύουν.

Εμένα με ενοχλεί πάρα πολύ αυτό. Βλέπω τα ποσοστά της κακίας να βαράνε κόκκινα.  Δέκα στους χίλιους ανθρώπους είναι καλοί άνθρωποι. Και απορώ, γιατί ρε φίλε;

Δεν παίρνουν τις δυσκολίες σαν μάθημα για να γίνουν καλύτεροι;

Κι όχι μόνο αυτό, συνεχίζουν να θέλουν με λίγο κόπο πολλά χρήματα, κι αυτό ήταν πάντα ιδεολογία εδώ στην Ελλάδα γι αυτό έχουμε φτάσει εδώ. Και οι ξένοι πήρανε πολλές δουλειές γιατί ο ξένος φίλε δουλεύει σα σκυλί. Εγώ τους βλέπω, έχω άποψη για τους μετανάστες, τους ζω κάθε ημέρα στη δουλειά. Το είχα γράψει σε ένα ποστ στο facebook έλα να δεις τον Πακιστανό πως δουλεύει και σιγοτραγουδάει και χαίρεται τη ζωή!

Δεν είναι όμως κρίμα να βλέπεις και τους δικούς μας να φεύγουν για καλύτερη τύχη στο εξωτερικό από τη στιγμή που οι σχεδόν ανύπαρκτες δουλειές κακοπληρώνονται, αν πληρώνονται και γενικά επικρατεί ένα μπάχαλο στα εργασιακά;

Εννοείται! Μα εννοείται αυτό το πράγμα που γίνεται είναι απαίσιο. Εγώ πουλήσω δεν πουλήσω τον βοηθό μου θα τον πληρώσω. Είναι αδιανόητο για εμένα το να απαιτούνε να δουλεύεις χωρίς να σε πληρώνουν. Δηλαδή πού το βρήκαν αυτό;  Μα ο άλλος δουλεύει για να πάρει λεφτά. Όταν τον πληρώνεις ανεβαίνει ψυχολογικά και σου δουλεύει και καλύτερα. Φταίνε όμως κι οι υπάλληλοι γιατί έχουν ανασφάλεια. Τί; Δε με πληρώνεις; Φεύγω, βρίσκω άλλη δουλειά. Το μότο μου τον τελευταίο καιρό είναι «Κράχτε». Κράχτε κόσμο! Τι; Δε σε πληρώνει; Γιατί δε μιλάς; Ανεχόμαστε πράγματα που δεν πρέπει. Εντάξει κάθε άνθρωπος έχει τους δικούς του νόμους κανόνες και πρέπει…

Ναι αλλά υπάρχουν κάποιοι κοινοί παρονομαστές.

Ξέρω κι εγώ έτσι όπως έχουμε γίνει; Ακούς συνέχεια  «Α δεν τρέχει τίποτα» τί θα πει δεν τρέχει τίποτα ρε παιδιά;

Από την άλλη όμως δεν γίνεται να τσακώνεσαι συνέχεια…

Κοίταξε, ούτε να τσακώνεσαι συνέχεια γίνεται αλλά ούτε και να κάνεις τον μαλάκα. Εγώ δεν μπορώ να μην το πω τη στιγμή εκείνη. Δεν αντέχω την κουτοπονηριά.

Ποιοι είναι περισσότερο κουτοπόνηροι, οι άνδρες ή οι γυναίκες;

Δεν είναι θέμα γυναίκας – άνδρα. Οι γυναίκες τραβάνε πολλά αυτήν την εποχή. Είναι λιγότερες πλέον αυτές που δεν αγωνίζονται, που δεν προσπαθούν ή που τα «τρώνε» από τους άνδρες. Η γυναίκα έχει πλέον εξελιχθεί αρκετά, τόσο πολύ που υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν έχουν ανάγκη τους άνδρες. Και γι αυτό έχει γίνει κι όλος αυτός ο πόλεμος μεταξύ των φύλων. Εμείς είμαστε τελείως ανεξάρτητες, δεν τους έχουμε ανάγκη οικονομικά γιατί από εκεί ξεκινά και η εξουσία. Δεν είχε λεφτά η γυναίκα και το βούλωνε κάποτε. Τώρα που καθεμία εργάζεται και έχει τα λεφτά της βλέπεις να αιωρείται ένας θυμός με τους μεν άνδρες που δεν είχαν συνηθίσει να μην τους έχουμε ανάγκη να νιώθουν λίγοι και τις γυναίκες να είναι πιο δυνατές.

Σίγουρα το αναγνωρίζω αλλά δεν ξέρω αν κάποια πράγματα διορθώνονται τώρα ή πρέπει να ελπίζουμε στις επόμενες γενιές.

Αν δεν γίνει κάτι τώρα, τί μου λες για τις επόμενες γενιές; Έχει χαθεί το φλερτ καταρχάς. Καλό το facebook αλλά…που; Δε μιλάει κανένας, δεν υπάρχει επικοινωνία, τίποτα δεν υπάρχει.

Αν κάνεις όμως τώρα ένα παιδί, ένα αγόρι, πώς θα το μεγαλώσεις;

Αναλόγως, όπως σε έχουν μεγαλώσει κι εσένα σαν άνδρα ή γυναίκα. Πώς θα πας να γίνεις κι εσύ γονιός; Τις σημερινές γενιές τις καλομάθανε επειδή παλεύανε πάρα πολύ οι άνθρωποι, οι γονείς τους καλομάθανε, από ενοχές. Λέγανε «δουλεύουμε πολλές ώρες, ό,τι θέλει το παιδί» και έγινε η κατάσταση έτσι όπως έγινε. Τώρα πρέπει να γυρίσει, να αλλάξει λίγο αυτό το πράγμα.

Είναι πολύ σωστό αυτό που είπες πριν όμως ότι δεν αλλάζουμε αν δεν το θέλουμε εμείς.

Ακριβώς αυτό.

Πάμε πίσω στον πάγκο σου. Ποιο είναι το αγαπημένο σου φρούτο;

Θα σου πω αλλά τώρα είναι και καλοκαίρι…. Χμ.. το λευκόσαρκο νεκταρίνι! Και να είναι και ώριμο και να τρέχουν και τα ζουμιά (γέλια).

Σε παρακολουθώ στις αναρτήσεις σου στο facebook. Αυτό που κάνεις κάθε φορά με τον πάγκο σου, μα πόσο υπέροχο είναι, λες και υπάρχει σχεδόν ερωτική σχέση με τα φρουτάκια σου!

(γέλια) Ναι είναι, αλλά να σου πω κάτι; Αν έχεις καλλιτεχνικές τάσεις σου βγαίνουν παντού, ό,τι δουλειά και να κάνεις! Δε σου συζητώ για τα χρώματα, τ’ αρώματα που σου έρχονται! Κάποτε σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να ανοίξω μπαρ λόγω τραγουδιού. Το σκέφτηκα όμως καλύτερα και λέω, τώρα τι θες; Να πουλάς ξύδια ή να πουλάς φρούτα; Τι είναι πιο καλό; Φρούτα φίλε! Καλύτερα να πουλάς φρουτάκια!

Στην λαϊκή είσαι τώρα κοντά 8 χρόνια, με το τραγούδι πως ξεκίνησε η φάση;

Εντάξει δε σου συζητώ ότι από μικρή ήμουν ψωνάκι και μου έδιναν μικρόφωνα και δώστου με το τραγούδι (γέλια). Αργότερα,  έχοντας σπουδάσει φωτογραφία δούλευα στο θρυλικό Genesis στη Νίκαια κι ενώ φωτογράφιζα μπάντες, ήμουν και θαμώνας εκεί, κάποια στιγμή έκανε jam nights και ανέβηκα onstage και τραγούδησα. Άρχισα να γνωρίζομαι με μουσικούς και σχεδόν με το ζόρι με βάλανε σε μπάντα. Δεν ήθελα γιατί νόμιζα  ότι αν μπω σε μπάντα θα χαλάσει η σχέση μου με τη μουσική. Δεν έγινε βέβαια αυτό το πράγμα και μετά από κάποια χρόνια έφτιαξα κι εγώ τη δική μου μπάντα.

Ποιο είναι το όνομα της μπάντας σου;

“Why not” και μάλιστα θυμάμαι ότι ήμασταν στο σπίτι του Θύμη και της Νατάσας  μιλούσαμε γι’ αυτό και κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα λέει ο Θύμης “Why not?” και λέω ωχ! αυτό είναι. Κι έτσι κι έμεινε, από το 2000.

Δεκαεπτά χρόνια ήδη, πολλά!

Ναι είναι πολλά. Εντάξει η σύσταση του γκρουπ έχει αλλάξει αρκετές φορές αλλά η μπάντα παραμένει. Δεν ήθελα ποτέ να έχουμε ένα όνομα τύπου “Η Μαρία και οι τάδε”. Είμαστε ομάδα, ισότιμοι όλοι.

Έκανες μαθήματα μουσικής ή ορθοφωνίας;

Πήγα μία φορά γιατί ένιωθα ότι κουράζεται η φωνή μου και μόλις με άκουσε ο δάσκαλος μου είπε “τι δουλειά έχεις εσύ εδώ κοπέλα μου;” (γέλια) Μα, του λέω, νιώθω ότι κουράζεται η φωνή μου και μου απαντά ότι με αυτά που τραγουδάς δεν γίνεται αλλιώς.

Τι τραγουδάς;

Ροκ, μόνο ροκ.

Μεταξύ μας εγώ το ξέρω (γέλια) και θυμάμαι την πρώτη φορά που σε είχα ακούσει το σαγόνι μου είχε κάνει γκελ στο πάτωμα.

Να σου πω κάτι; Εγώ δεν πιστεύω ότι έχω καμιά φωνάρα. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι δίνω πολύ συναίσθημα. Το έχω για να το δώσω. Δε με ζορίζει, το δίνω απλόχερα, το ζω και μετά το εισπράττω από τον κόσμο.

Πλάκα μου κάνεις ότι δεν το πιστεύεις…

Πάντα νιώθω κάπως όταν μου λένε τέτοια όπως επίσης πάντα έχω άγχος όταν ανεβαίνω στη σκηνή στο live. Δεν υπάρχει φορά που να μην μου συμβαίνει. Εντάξει καταλαβαίνω ότι κλασικά αυτά τα λένε όλοι αλλά ισχύουν. Με το που ανεβαίνεις και λες το πρώτο κουπλέ πάντως τελείωσε, μετά το ευχαριστιέσαι! Εντάξει, με γεμίζει τρομερά, ταΐζει την ψυχή μου, ελπίζω να μην σταματήσει.

Πως νιώθεις τον κόσμο κάτω από το stage;

Την ενέργεια που δίνεις στον κόσμο την εισπράττεις πίσω διπλή. Ο κόσμος σε φτιάχνει πάρα πολύ. Δίνεις εσύ πρώτα και αν είσαι οριτζίναλ και ο κόσμος το καταλαβαίνει στο ρίχνει πίσω πολλαπλάσιο. Κάθε φορά που έχω live την επόμενη σηκώνομαι δέκα χρόνια νεότερη κι ας έχω κλείσει 24ωρο ξύπνια.

Είναι σημαντικό να λατρεύεις αυτό που κάνεις.

Και όχι μόνο αυτό, όσο μεγαλώνουμε διοχετεύουμε την ενέργειά μας πιο στοχευμένα, δεν την σκορπάμε από εδώ κι από εκεί.

Θα αποκαλύψουμε τώρα ότι ξεκίνησες να γράφεις στίχους!

Ναι (γέλια) Μια ημέρα έτσι όπως ήμουν στον πάγκο μου στη λαϊκή δεν ξέρω πως έγινε, μου ήρθαν σχεδόν ουρανοκατέβατοι και ήμουν με το κινητό και σημείωνα. Φαντάσου  με να δουλεύω στη λαϊκή και ταυτόχρονα να γράφω στίχους στο κινητό μου!

Ήρθε η ώρα λοιπόν να σε ακούσουμε σε δικούς σου στίχους!

Θα δείτε και θα ακούσετε πολλά! Ήρθε η ώρα! Γράφουμε με τον Περικλή εντατικά.

Ελληνικό ή ξένο στίχο;

Ξένο, μου βγαίνει πιο αυθόρμητα, πιο φυσικά, ίσως επειδή όλα αυτά τα χρόνια τραγουδάω αγγλικό στίχο. Γράφω και κάποια ελληνικά αλλά ο ξένος στίχος μου βγήκε πηγαία. Δεν έκατσα να σκεφτώ τι θα ήταν καλύτερο.

Μιλάμε πάντα για ροκ;

Είμαι ροκ on stage είμαι ροκ στην ζωή μου αλλά είμαι και ρεμπέτισσα.

Πολύ θα ήθελα να μπορώ να τραγουδήσω.

Ποιος σου είπε ότι δεν μπορείς;

Δεν το έχω δοκιμάσει

Άνοιξε το στόμα σου και τραγούδα, εύκολο είναι (γέλια)

Ποιο είναι αγαπημένο σου κομμάτι;

Το Kosmic Blues της Janis  Joplin

Αν ζούσες σε μία άλλη εποχή και είχες τη δυνατότητα να είσαι κάποιος άλλος τι θα διάλεγες;

Στο Woodstock θα ήθελα να ζω αλλά δε θα ήθελα να είμαι κάποια άλλη. Θα ήθελα να είμαι ο εαυτός μου. Να παίζω με την μπάντα μου στο Woodstock, αυτό θα ήθελα. Δεν θα ήθελα να είμαι η Joplin θα ήθελα όμως να είμαι φίλη της να τις χώνω σφαλιάρες για να συνέλθει από τις ανασφάλειές της.

Είχε ανασφάλειες η Joplin;

Τρομερές ανασφάλειες, δεν ήξερε την αξία της. Δεν αντέχω τις ανασφάλειες γενικά στις γυναίκες.

Και πάμε στα πιο δύσκολα. Πώς ζει ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα;

Για εμένα γνωρίζεις. Πως πήρα την απόφαση και τελικά πόσο σωστή ήταν. Εγώ όταν άρχισα να δουλεύω (σε διάφορες δουλειές) συνειδητοποίησα ότι ήθελα να κάνω την δική μου δουλειά για να μένει όλος ο κόπος μου στην τσέπη μου. Στο καλλιτεχνικό τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ή θα έχεις «πλάτες» π.χ σπίτι δικό σου ή κάποιον να σε καβατζώνει οικονομικά. Οι καλλιτέχνες από την αρχαιότητα  είναι γνωστό ότι είχαν «ευεργέτες». Αλλά αν δεν έχεις τίποτα από όλα αυτά κάτι πρέπει να κάνεις, να δουλέψεις, πώς αλλιώς; Πώς θα ζήσεις;  Αν προτιμάς να πεινάς είσαι ψώνιο.

Δεν το σκέφτονται όμως όλοι έτσι.

Κοίτα, όταν κάνεις και κάτι άλλο τρως χρόνο και από την τέχνη σου. Δεν μπορείς να είσαι όπως ήσουν. Εγώ για παράδειγμα δεν μπορώ παραπάνω από ένα δύο live το μήνα. Και κάθε φορά που κάνω live θυσιάζω τον ύπνο μου, μένω 24 ώρες στο πόδι γιατί την επόμενη ημέρα έχω τη δουλειά στη λαϊκή. Από την άλλη όμως δεν γίνεται να ζήσει κάποιος με δύο live το μήνα, πρέπει να φάει, να κυκλοφορήσει, να σταθεί  στον κόσμο αυτό. Εγώ έτσι τα είδα τα πράγματα, δεν ξέρω αν είσαι σωστό ή λάθος.  Δεν γίνεται όμως να είσαι μόνο καλλιτέχνης σε αυτόν τον κόσμο  κι ειδικά έτσι όπως είναι τώρα.

Αν έπρεπε να επιλέξεις ανάμεσα στο τραγούδι και τον πάγκο σου τί θα επέλεγες;

Δεν θέλω να διαλέξω. Δεν μπορώ. Αυτό όμως που λέω είναι ότι θέλω να πεθάνω στο σανίδι, είτε του πάγκου μου στη λαϊκή είτε on stage. Όρθια.

Τι σου τη δίνει περισσότερο στους ανθρώπους ανεξάρτητα από το φύλο τους;

Η κουτοπονηριά και η κακία.

Υπάρχουν χαζοί άνθρωποι;

Όχι, υπάρχουν όμως ηλίθιοι άνθρωποι που θεωρούν τους καλούς ανθρώπους για χαζούς.

Έγινες παντοδύναμη για 24 ώρες. Πες τι θα  άλλαζες στην Ελλάδα. 

Σίγουρα θα πέταγα τους γνωστούς 300 έξω από τη Βουλή και θα τους αντικαθιστούσα με 300 απλούς ανθρώπους που ξέρουν τι θα πει μόχθος και που έχουν δουλέψει πολύ.

Αν είχες ένα μαγικό ραβδί με τρεις ευχές τι θα τις έκανες;

Θα εξαφάνιζα την πείνα, τις αρρώστιες και την κακία.

Ξέχνα το ραβδί. Κερδίζεις το τζόκερ, πες τα τρία πρώτα πράγματα που σου έρχονται στο μυαλό.

Ταξίδια. Πολλά ταξίδια. Θα άνοιγα ένα μπαρ, ένα μανάβικο και ένα μεζεδοπωλείο και θα έτρεχα πάνω κάτω σαν την τρελή!

Πες μου το πρώτο τραγούδι της ημέρας όταν ξυπνάς

Στο κεφάλι μου μέσα παίζει μουσική 24 ώρες το 24ωρο. Όταν ξυπνάω είναι η στιγμή που έτυχε να παίζει κάποιο τραγούδι. Κάθε ημέρα και διαφορετικό. Ο,τιδήποτε μπορείς να φανταστείς.

Και το βράδυ πριν πέσεις για ύπνο;

Το βράδυ κάνω μία αποτίμηση της ημέρας που πέρασε.

 

Η κουβέντα με την Μαρία κράτησε περισσότερο από τέσσερις ώρες. Φυσικά και δεν είπαμε μόνο αυτά. Είπαμε πολλά, τόσα πολλά που ίσως και να μπορούσα να γράψω βιβλίο με κάθε μία από τις ιστορίες που μου αφηγήθηκε, ιστορίες  που θα μπορούσαν να κάνουν αυτό το μπλογκ να πάρει φωτιά.  Το “Ζμαρτφον” άλλωστε που εκτελούσε δημοσιογραφικά χρέη, κάποια στιγμή, μπήκε στην τσάντα μετά από μία επίδοξη παρ’ ολίγον κλοπή  που επιχείρησαν δύο πιτσιρίκια που  πλησίασαν στο τραπέζι μας (και που η Μαρία  ψυχανεμίστηκε κυριολεκτικά με μαθηματική ακρίβεια γιατί… την είχε ξαναπατήσει). Η συνέντευξη έληξε κάπου εκεί. Μετά βγάλαμε τα σώψυχά μας, όπως κάνουν δύο φίλες που έχουν να τα πουν πολύ καιρό. Μαράκι, σ ευχαριστώ πολύ. Ξέρεις εσύ. _

 

Βρες τους WHY NOT στο:

Facebook 

Youtube